Кипятить στα ελληνικά
Μετάφραση: кипятить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποθάλπω, βράζω, σιγοβράζω, βρασμός, βράσει, βράση, βράζουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесёнок στα ελληνικά - besёnok
- вар στα ελληνικά - κλυδωνίζομαι, πίσσα, γηπέδου, αγωνιστικό χώρο, βήμα, βήματος
- вширь στα ελληνικά - broadwise
- движется στα ελληνικά - κινήσεις, κινείται, μετακινείται, κινήσεων, τις κινήσεις
Τυχαίες λέξεις
Кипятить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποθάλπω, βράζω, σιγοβράζω, βρασμός, βράσει, βράση, βράζουμε
Μεταφράσεις: υποθάλπω, βράζω, σιγοβράζω, βρασμός, βράσει, βράση, βράζουμε