Ковыряться στα ελληνικά

Μετάφραση: ковыряться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ερευνώ, ψάχνω, αναζητώ, χάνω την ώρα μου, χάος σχετικά, χάνω την ώρα
Ковыряться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аллерген στα ελληνικά - αλλεργιογόνο, αλλεργιογόνου, αλλεργιογόνα, αλλεργιογόνων, το αλλεργιογόνο
  • бонвиван στα ελληνικά - bon, άνθρακα, του άνθρακα, Μπον, οι Bon
  • гоби στα ελληνικά - Γκόμπι, Gobi, τεχνολογία Gobi, Γκόμπι της
  • желает στα ελληνικά - ευχές, επιθυμίες, τις επιθυμίες, επιθυμία, επιθυμεί
Τυχαίες λέξεις
Ковыряться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ερευνώ, ψάχνω, αναζητώ, χάνω την ώρα μου, χάος σχετικά, χάνω την ώρα