Ковыряться στα ελληνικά
Μετάφραση: ковыряться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ερευνώ, ψάχνω, αναζητώ, χάνω την ώρα μου, χάος σχετικά, χάνω την ώρα
![Ковыряться στα ελληνικά Ковыряться στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ru-gr-13817.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аллерген στα ελληνικά - αλλεργιογόνο, αλλεργιογόνου, αλλεργιογόνα, αλλεργιογόνων, το αλλεργιογόνο
- бонвиван στα ελληνικά - bon, άνθρακα, του άνθρακα, Μπον, οι Bon
- гоби στα ελληνικά - Γκόμπι, Gobi, τεχνολογία Gobi, Γκόμπι της
- желает στα ελληνικά - ευχές, επιθυμίες, τις επιθυμίες, επιθυμία, επιθυμεί
Τυχαίες λέξεις
Ковыряться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ερευνώ, ψάχνω, αναζητώ, χάνω την ώρα μου, χάος σχετικά, χάνω την ώρα
Μεταφράσεις: ερευνώ, ψάχνω, αναζητώ, χάνω την ώρα μου, χάος σχετικά, χάνω την ώρα