Колесо στα ελληνικά

Μετάφραση: колесо, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δακτυλίδι, τροχός, ρόδα, κύκλος, δαχτυλίδι, μάτι, τροχού, τροχό, τροχών
Колесо στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • антракт στα ελληνικά - διάλειμμα, διάστημα, διαλείμματος, διακοπή, intermission, του διαλείμματος
  • арканить στα ελληνικά - λάσο, Lasso, λάσου, το λάσο, λάσων
  • благотворный στα ελληνικά - επωφελής, υγιεινός, θρεπτικός, ωφέλιμος, ευεργετικός, αγαθόεργος, αγαθοεργοί, ...
  • грызня στα ελληνικά - μάχη, καταπολεμώ, μάχομαι, διαπληκτισμοί, διαπληκτισμούς, μικροκαυγά, διαπληκτισμών, ...
Τυχαίες λέξεις
Колесо στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δακτυλίδι, τροχός, ρόδα, κύκλος, δαχτυλίδι, μάτι, τροχού, τροχό, τροχών