Консерватор στα ελληνικά
Μετάφραση: консерватор, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντηρητικός, συντηρητική, συντηρητικές, συντηρητικό, συντηρητικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бродяжничество στα ελληνικά - αλητεία, επαιτείας, επαιτεία, η αλητεία
- грохать στα ελληνικά - σταγόνα, μειώνομαι, ρανίδα, κτύπημα, Έκρηξη, κτυπήσει, χτυπάτε, ...
- делимое στα ελληνικά - μέρισμα, μερίσματος, μερισμάτων, μερίσματα, μερισματική
- домысел στα ελληνικά - εφεύρεση, κερδοσκοπία, κερδοσκοπίας, η κερδοσκοπία, την κερδοσκοπία, εικασίες
Τυχαίες λέξεις
Консерватор στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντηρητικός, συντηρητική, συντηρητικές, συντηρητικό, συντηρητικών
Μεταφράσεις: συντηρητικός, συντηρητική, συντηρητικές, συντηρητικό, συντηρητικών