Константный στα ελληνικά
Μετάφραση: константный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεχής, αδιάκοπος, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бегун στα ελληνικά - αθλητής, δρομέας, δρομέα, συμμετέχων, runner, ολισθητήρα
- взаимодействующий στα ελληνικά - αλληλεπιδρούν, αλληλεπίδραση, αλληλεπιδρώντας, αλληλεπιδρά, που αλληλεπιδρούν
- говорливость στα ελληνικά - ευφράδεια
- дьявол στα ελληνικά - τελώνιο, δαίμονας, διάβολος, διάβολο, διαβόλου, του διαβόλου, ο διάβολος
Τυχαίες λέξεις
Константный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεχής, αδιάκοπος, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά
Μεταφράσεις: συνεχής, αδιάκοπος, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά