Констатация στα ελληνικά
Μετάφραση: констатация, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δήλωση, κατάσταση, ίδρυση, εξακριβώσει, εξακριβωθεί, επιλέξει εκείνες, εξακριβώνουν, ο καθορισμός του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесструктурный στα ελληνικά - structureless, χωρίς δομή, έχει δομή, μην έχει δομή
- бригантина στα ελληνικά - είδος ιστιοφόρου, Brigantine
- демограф στα ελληνικά - δημογράφος, δημογράφο, και δημογράφο, δημογράφου
- единомышленник στα ελληνικά - συνέταιρος, οπαδός, συσχετίζω, συνασπίζομαι, συνένοχος, συνασπίζω, confederate, ...
Τυχαίες λέξεις
Констатация στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δήλωση, κατάσταση, ίδρυση, εξακριβώσει, εξακριβωθεί, επιλέξει εκείνες, εξακριβώνουν, ο καθορισμός του
Μεταφράσεις: δήλωση, κατάσταση, ίδρυση, εξακριβώσει, εξακριβωθεί, επιλέξει εκείνες, εξακριβώνουν, ο καθορισμός του