Контрастировать στα ελληνικά
Μετάφραση: контрастировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκρίνω, αντιπαραθέτω, αντίθεση, αντίθεσης, σε αντίθεση, αντιπαραβάλλουν, έρχονται σε αντίθεση
Μεταφράσεις
- бесценный στα ελληνικά - ανεκτίμητος, ανεκτίμητη, ανεκτίμητο, ανεκτίμητα, ανεκτίμητης αξίας
- боится στα ελληνικά - φόβους, φόβοι, τους φόβους, οι φόβοι, φόβων
- врезать στα ελληνικά - κοπή, κόβω, μπήγω, ενσωματώνω, περιζώνω, κόψιμο, Ενσωματώστε, ...
- встряхивание στα ελληνικά - ταραχή, ανακίνηση, αναταραχή, ανάδευση, ανάδευσης
Τυχαίες λέξεις
Контрастировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκρίνω, αντιπαραθέτω, αντίθεση, αντίθεσης, σε αντίθεση, αντιπαραβάλλουν, έρχονται σε αντίθεση
Μεταφράσεις: συγκρίνω, αντιπαραθέτω, αντίθεση, αντίθεσης, σε αντίθεση, αντιπαραβάλλουν, έρχονται σε αντίθεση