Короткий στα ελληνικά
Μετάφραση: короткий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύντομος, κοντός, μικρός, λίγο, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής
Μεταφράσεις
- безымянный στα ελληνικά - ανώνυμος, άσημος, ανώνυμο, ανώνυμη, χωρίς όνομα
- влюблённый στα ελληνικά - ερωτευμένος, στην αγάπη, ερωτευμένη, ερωτευμένων, ερωτευμένο
- достопримечательность στα ελληνικά - όραση, showplace, ως η έκθεση, ως η έκθεση που
- древневавилонский στα ελληνικά - Χαλδαίων, των Χαλδαίων, Χαλδαίου, Χαλδαίος, Chaldean
Τυχαίες λέξεις
Короткий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύντομος, κοντός, μικρός, λίγο, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής
Μεταφράσεις: σύντομος, κοντός, μικρός, λίγο, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής