Косой στα ελληνικά
Μετάφραση: косой, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λοξός, γκαβός, ματαιώνω, εμποδίζω, πλάγιος, λοξή, λοξό, λοξές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- братоубийственный στα ελληνικά - αδελφοκτονικός, αδελφοκτόνος, αδελφοκτόνο, αδελφοκτόνων, αδελφοκτόνου
- выбрасывать στα ελληνικά - ξαπλώνω, εκπέμπω, αναδίνω, εκτινάσσω, κοσμικός, στρώνω, απορρίπτω, ...
- гильдия στα ελληνικά - ένωση, συντεχνία, σωματείο, τάγματος, του τάγματος, τάγμα, το τάγμα
- демонстрация στα ελληνικά - εμφαίνω, οθόνη, διαδήλωση, βαδίζω, δείχνω, παρεκτροπή, παράσταση, ...
Τυχαίες λέξεις
Косой στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λοξός, γκαβός, ματαιώνω, εμποδίζω, πλάγιος, λοξή, λοξό, λοξές
Μεταφράσεις: λοξός, γκαβός, ματαιώνω, εμποδίζω, πλάγιος, λοξή, λοξό, λοξές