Котел στα ελληνικά
Μετάφραση: котел, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καυστήρας, χαλκός, καζάνι, λέβητας, λέβητα, του λέβητα, boiler, μπόιλερ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безоглядный στα ελληνικά - ριψοκίνδυνος, παράτολμος, απερίσκεπτη, αλόγιστες, απερίσκεπτο
- величественный στα ελληνικά - σεπτός, λαμπρός, άξιος, αύγουστος., στερεός, επιβλητικός, απαίσιος, ...
- геолог στα ελληνικά - γεωλόγος, γεωλόγου, γεωλόγο, ο γεωλόγος, το γεωλόγο
- германец στα ελληνικά - Τευτώνας, Τευτών, Γερμανός, Teuton, Τευτόνων
Τυχαίες λέξεις
Котел στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καυστήρας, χαλκός, καζάνι, λέβητας, λέβητα, του λέβητα, boiler, μπόιλερ
Μεταφράσεις: καυστήρας, χαλκός, καζάνι, λέβητας, λέβητα, του λέβητα, boiler, μπόιλερ