Красить στα ελληνικά
Μετάφραση: красить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάφω, νομισματοκοπείο, μέντα, χρώμα, μπογιά, ζωγραφίζω, ζωγραφίσει, ζωγραφίζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- балансировка στα ελληνικά - εξισορρόπηση, εξισορρόπησης, στάθμιση, ζυγοστάθμισης, την εξισορρόπηση
- благополучно στα ελληνικά - ευτυχισμένα, ασφάλεια, με ασφάλεια, ασφαλή, ασφαλώς
- бюрократический στα ελληνικά - γραφειοκρατικός, γραφειοκρατική, γραφειοκρατικές, γραφειοκρατικό, γραφειοκρατικών
- диез στα ελληνικά - κοφτερός, αιφνίδιος, οξυδερκής, μυτερός, αιχμηρός, απότομη, αιχμηρά, ...
Τυχαίες λέξεις
Красить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάφω, νομισματοκοπείο, μέντα, χρώμα, μπογιά, ζωγραφίζω, ζωγραφίσει, ζωγραφίζει
Μεταφράσεις: βάφω, νομισματοκοπείο, μέντα, χρώμα, μπογιά, ζωγραφίζω, ζωγραφίσει, ζωγραφίζει