Краткий στα ελληνικά

Μετάφραση: краткий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοντός, μικρός, λακωνικός, βραχύλογος, λιτός, περιεκτικός, λίγο, σύντομος, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής
Краткий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • анестезировать στα ελληνικά - καθιστώ αναίσθητο, αναίσθητο, αναισθητοποιήσει, την αναισθητοποίηση, αναισθητοποιήσουν
  • антресоли στα ελληνικά - ημιώροφος, πατάρι, ημιώροφο, μεσοπάτωμα, mezzanine
  • беглянка στα ελληνικά - φυγάς, φυγόδικος, δραπέτης, δραπέτη, διαφυγής, ανεξέλεγκτη, runaway
  • долголетие στα ελληνικά - μακρύς, μεγάλος, μακροβιότητα, μακροζωία, μακροζωίας, τη μακροζωία, διάρκεια ζωής
Τυχαίες λέξεις
Краткий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοντός, μικρός, λακωνικός, βραχύλογος, λιτός, περιεκτικός, λίγο, σύντομος, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής