Крекер στα ελληνικά
Μετάφραση: крекер, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαρελότο, τσουχτερός, τραγανιστός, ξηρός, παξιμάδι, πυρόλυσης, κράκερ, μονάδας πυρόλυσης, κροτίδων
Μεταφράσεις
- вальдшнеп στα ελληνικά - μπεκάτσα, μπεκάτσας, την μπεκάτσα, της μπεκάτσας, μπεκάτσες
- голословный στα ελληνικά - άδειος, τσίτσιδος, γυμνός, γυμνό, γυμνή, γυμνού, γυμνά
- гравитационный στα ελληνικά - βαρυτική, βαρύτητας, βαρυτικής, βαρυτικά, βαρυτικό
- дефиниция στα ελληνικά - ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, τον ορισμό
Τυχαίες λέξεις
Крекер στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαρελότο, τσουχτερός, τραγανιστός, ξηρός, παξιμάδι, πυρόλυσης, κράκερ, μονάδας πυρόλυσης, κροτίδων
Μεταφράσεις: βαρελότο, τσουχτερός, τραγανιστός, ξηρός, παξιμάδι, πυρόλυσης, κράκερ, μονάδας πυρόλυσης, κροτίδων