Кренговать στα ελληνικά

Μετάφραση: кренговать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτέρνα, τακούνι, κλίνω, γέρνω, γάστρας
Кренговать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • благоговеть στα ελληνικά - λατρεία, λατρεύω, σέβομαι, προσκυνήσουν, προσκυνήσει, προσκυνήσουμε, προσκυνούν
  • бормотать στα ελληνικά - μουρμουρίζω, ψέλλισμα, σιγομουρμουρίζω, Μαμπλ, μουρμουρίζει
  • гуща στα ελληνικά - ίζημα, γη, ιλύς, κατακάθι, έδαφος, προσαράσσω, ρουμάνι, ...
  • долговязый στα ελληνικά - ψηλόλιγνος, ισχνός και υψηλός, Πλαδαρός, ψηλόλιγνο, Lanky
Τυχαίες λέξεις
Кренговать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτέρνα, τακούνι, κλίνω, γέρνω, γάστρας