Кромсать στα ελληνικά
Μετάφραση: кромсать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοπή, παζαρεύω, κόβω, κόψιμο, hack, αμυχή, σιδηροπρίονο, μεράκι, την αμυχή
Μεταφράσεις
- болт στα ελληνικά - βιδώνω, βίδα, αφηνιάζω, μπουλόνι, κοχλία, κοχλίας, μπουλονιού
- горообразование στα ελληνικά - απόγονος, orogeny, ορογένεσης
- жизнерадостность στα ελληνικά - πλευστότητα, πλευστότητας, άνωση, άνωσης, άντωση
- житейский στα ελληνικά - ζωτικός, ουσιώδης, καθημερινός, καθημερινή, καθημερινά, καθημερινής, καθημερινές
Τυχαίες λέξεις
Кромсать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοπή, παζαρεύω, κόβω, κόψιμο, hack, αμυχή, σιδηροπρίονο, μεράκι, την αμυχή
Μεταφράσεις: κοπή, παζαρεύω, κόβω, κόψιμο, hack, αμυχή, σιδηροπρίονο, μεράκι, την αμυχή