Кронштейн στα ελληνικά

Μετάφραση: кронштейн, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φορέας, θήκη, κρεμάστρα, παρηγορώ, αγκύλη, υποστήριγμα, βραχίονα, στήριγμα, στηρίγματος
Кронштейн στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вклинивать στα ελληνικά - σφήνα, σφήνα στους, βάρη ιδίως, βάρη ιδίως για, βάρη ιδίως για τη
  • вылупиться στα ελληνικά - εκκολάπτομαι, επωάζω, μπουκαπόρτα, άνοιγμα, καταπακτή, καταπακτής, εκκολάπτονται
  • гвоздь στα ελληνικά - καρφί, νύχι, γόμφος, καρφίτσα, πρόκα, νυχιών, των νυχιών, ...
  • губной στα ελληνικά - χειλικός, χειλεόφωνος, labial, χειλική, χειλικά
Τυχαίες λέξεις
Кронштейн στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φορέας, θήκη, κρεμάστρα, παρηγορώ, αγκύλη, υποστήριγμα, βραχίονα, στήριγμα, στηρίγματος