Крякать στα ελληνικά

Μετάφραση: крякать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουρμουρίζω, γρυλλίζω, κράζω, καμποτίνος, κομπογιαννίτης, quack, ψέυτικος, κουακ, κομπογιαννίτικη
Крякать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бумажник στα ελληνικά - πορτοφόλι, το πορτοφόλι, πορτοφολιού, χαρτοφυλακίου, πορτοφολιών
  • весомый στα ελληνικά - βαρύς, δυνατός, ισχυρός, δυναμικός, βαρυσήμαντος, βαρύ, βαρύνουσα, ...
  • горестно στα ελληνικά - θλιβερά, λυπημένα, λυπηρά, θλιμμένα
  • декантировать στα ελληνικά - αποσταλάζω, μεταγγίζω, αποχέεται, αποχύστε, χύστε το υπερκείμενο υγρό
Τυχαίες λέξεις
Крякать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουρμουρίζω, γρυλλίζω, κράζω, καμποτίνος, κομπογιαννίτης, quack, ψέυτικος, κουακ, κομπογιαννίτικη