Куражиться στα ελληνικά
Μετάφραση: куражиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θρασύδειλος, νταής, κορδόνομαι, αλαζονεύομαι, swagger, έπαρση, κομπάζω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ванкувер στα ελληνικά - Βανκούβερ, vancouver, το Βανκούβερ, του Βανκούβερ, Βανκούβερ του
- виночерпий στα ελληνικά - οινοχόος, οινοχόο, cupbearer, οινοχόος του, ο οινοχόος
- вирус στα ελληνικά - ιός, ζουζούνι, μαμούδι, ιού, ιό, του ιού, ιού της
- грустно στα ελληνικά - λυπηρά, θλιβερά, λυπημένα, δυστυχώς
Τυχαίες λέξεις
Куражиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θρασύδειλος, νταής, κορδόνομαι, αλαζονεύομαι, swagger, έπαρση, κομπάζω
Μεταφράσεις: θρασύδειλος, νταής, κορδόνομαι, αλαζονεύομαι, swagger, έπαρση, κομπάζω