Курящий στα ελληνικά

Μετάφραση: курящий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπνιστής, καπνιστή, καπνίζω, καπνιστές, καπνιστών
Курящий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • азартно στα ελληνικά - αμέλεια, από αμέλεια, απερίσκεπτα, ενσυνείδητη αμέλεια, απρόσεκτα
  • безмен στα ελληνικά - καντάρι, φορητή πλάστιγξ
  • брезгливый στα ελληνικά - αψίκορος, λεπτολόγος, τάση προς εμετό, σιχασιάρης, σιχασιάρηδες, σιχασιάρεις
  • достать στα ελληνικά - ασφαλής, παίρνω, διασφαλίζω, εδραιώνω, φτάνω, αποκτώ, ασφαλίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Курящий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπνιστής, καπνιστή, καπνίζω, καπνιστές, καπνιστών