Καπνιστής στα ρωσικά
Μετάφραση: καπνιστής, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
курильщик, курильщица, курящий, коптильщик, Отношение к курению, курению, к курению, курильщика
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καπνιστής
παθητικός καπνιστής, καπνιστής κρέατος, φανατικός καπνιστής, περιστασιακός καπνιστής, καπνιστής bradley, καπνιστής λεξικό γλώσσας ρωσικά, καπνιστής στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- καπνίζω στα ρωσικά - коптеть, излечивать, исцелить, выкурить, отучать, врачевать, дым, ...
- καπνιά στα ρωσικά - сажа, копоть, головня, головней, головне, головни
- καπνοί στα ρωσικά - покурить, курить, коптить, коптеть, жечь, дым, чадить, ...
- καπνός στα ρωσικά - прокоптить, коптеть, дым, дымить, выкурить, курить, испарения, ...
Τυχαίες λέξεις
Καπνιστής στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: курильщик, курильщица, курящий, коптильщик, Отношение к курению, курению, к курению, курильщика
Μεταφράσεις: курильщик, курильщица, курящий, коптильщик, Отношение к курению, курению, к курению, курильщика