Лавировать στα ελληνικά
Μετάφραση: лавировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελιγμός, καρφάκι, καρφί, πλεύση, κόλλησης, κολλητικότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взволнованно στα ελληνικά - αναστατωμένα, ενθουσιασμό, με ενθουσιασμό, πάθος, ενθουσιασμένη
- готовиться στα ελληνικά - προετοιμασία, προετοιμάσει, την προετοιμασία, προετοιμαστούν, προετοιμάσουν
- депозитарий στα ελληνικά - αποθήκη, θεματοφυλάκιο, Αποθετήριο, θεματοφύλακα, Αποθετηρίου
- диаграмма στα ελληνικά - χάρτης, σχεδιάζω, σχέδιο, δίσκος, ρεκόρ, ηχογραφώ, καταγράφω, ...
Τυχαίες λέξεις
Лавировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελιγμός, καρφάκι, καρφί, πλεύση, κόλλησης, κολλητικότητα
Μεταφράσεις: ελιγμός, καρφάκι, καρφί, πλεύση, κόλλησης, κολλητικότητα