Лавка στα ελληνικά

Μετάφραση: лавка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάθισμα, αποθηκεύω, πάγκος, προδίδω, έδρανο, παγκάκι, βάζω, μαγαζί, καθίζω, ψωνίζω, έδρα, κατάστημα, shop, καταστήματος, καταστημάτων
Лавка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вертлявый στα ελληνικά - ανυπόμονος, νευρικός, νευρικοί, ταραχώδη, ανήσυχο, ανήσυχος
  • вымесить στα ελληνικά - μαλάζω, μαλάσσω, Ζυμώστε, Ζυμώνουμε, Ζυμώνετε, Ζυμώστε τη
  • деривация στα ελληνικά - παραγωγή, εξαγωγή, προέλευση, παράγωγο, συναγωγή
  • дуумвират στα ελληνικά - duumvirate
Τυχαίες λέξεις
Лавка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάθισμα, αποθηκεύω, πάγκος, προδίδω, έδρανο, παγκάκι, βάζω, μαγαζί, καθίζω, ψωνίζω, έδρα, κατάστημα, shop, καταστήματος, καταστημάτων