Лавр στα ελληνικά
Μετάφραση: лавр, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόλπος, δάφνη, κόλπο, κόλπου, όρμο, όρμου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ген στα ελληνικά - γονίδιο, γονιδίου, γονίδιο που, γονιδιακή, γονιδιακής
- громоотвод στα ελληνικά - μαέστρος, σταματών, αναχαιτιστή, παγιδευτή, αλεξικέραυνο, αλεξικεραύνου
- десантник στα ελληνικά - αλεξιπτωτιστής, αλεξιπτωτιστών, αλεξιπτωτιστή, αλεξιπτωτιστής για
- завинчивать στα ελληνικά - βίδα, βιδώνω, κοχλίας, κοχλία, βίδας, βιδωτό
Τυχαίες λέξεις
Лавр στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόλπος, δάφνη, κόλπο, κόλπου, όρμο, όρμου
Μεταφράσεις: κόλπος, δάφνη, κόλπο, κόλπου, όρμο, όρμου