Легкость στα ελληνικά

Μετάφραση: легкость, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευχέρεια, άνεση, ευκολία, καταπραΰνω, διευκολύνει, διευκολύνουν, διευκολυνθεί, διευκόλυνση
Легкость στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • арестантская στα ελληνικά - κατάδικος, κατάδικο, κατάδικου, καταδίκων, κατάδικοι
  • библиофил στα ελληνικά - βιβλιόφιλος, βιβλιόφιλου, βιβλιόφιλο, βιβλιοφιλική, ενός βιβλιόφιλου
  • бинокль στα ελληνικά - τζάμι, ποτήρι, γυαλί, διόπτρες, κιάλια, τα κιάλια, κυάλια, ...
  • бук στα ελληνικά - οξιά, οξιάς, οξυάς, οξιές, οξυά
Τυχαίες λέξεις
Легкость στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευχέρεια, άνεση, ευκολία, καταπραΰνω, διευκολύνει, διευκολύνουν, διευκολυνθεί, διευκόλυνση