Лежать στα ελληνικά
Μετάφραση: лежать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ντιβάνι, κείμαι, ανάκλιντρο, υπόλοιπος, καναπές, ψεύδομαι, ησυχασμός, ξεκουράζομαι, ψέμα, βρίσκονται, κείνται, ψέματα, το ψέμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бангладешский στα ελληνικά - Μπαγκλαντές, του Μπαγκλαντές, το Μπαγκλαντές, Μπανγκλαντές, του Μπανγκλαντές
- бургомистр στα ελληνικά - δήμαρχος
- генотип στα ελληνικά - γονότυπο, γονότυπος, γονότυπου, γονοτύπου, γενότυπο
- дельтовидный στα ελληνικά - δελτοειδής, δελτοειδή, δελτοειδούς, δελτοειδούς μυός, δελτοειδή μυ
Τυχαίες λέξεις
Лежать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ντιβάνι, κείμαι, ανάκλιντρο, υπόλοιπος, καναπές, ψεύδομαι, ησυχασμός, ξεκουράζομαι, ψέμα, βρίσκονται, κείνται, ψέματα, το ψέμα
Μεταφράσεις: ντιβάνι, κείμαι, ανάκλιντρο, υπόλοιπος, καναπές, ψεύδομαι, ησυχασμός, ξεκουράζομαι, ψέμα, βρίσκονται, κείνται, ψέματα, το ψέμα