Лелеять στα ελληνικά
Μετάφραση: лелеять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υιοθετώ, ανατρέφω, τρέφω, καλλιεργώ, νοσοκόμα, μελαγχολώ, θετός, βάγια, τσούρμο, φιλοξενώ, διατηρώ, αγαπάμε, να αγαπάμε, λατρεύουν, αγαπάμε τη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бастовать στα ελληνικά - απεργία, χτυπώ, έρχομαι, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα
- бич στα ελληνικά - πληγή, μαστιγώνω, λοιδορώ, νικώ, δάρτης, μαστίζω, καρκίνος, ...
- боднуть στα ελληνικά - κουτουλώ, βαρέλι, πισινό, άκρη, συγκόλληση κατ, butt
- гранка στα ελληνικά - πειστήριο, απόδειξη, κάτεργο, τριήρης, μαγειρείων, μαγειρείο, μαγειρεία
Τυχαίες λέξεις
Лелеять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υιοθετώ, ανατρέφω, τρέφω, καλλιεργώ, νοσοκόμα, μελαγχολώ, θετός, βάγια, τσούρμο, φιλοξενώ, διατηρώ, αγαπάμε, να αγαπάμε, λατρεύουν, αγαπάμε τη
Μεταφράσεις: υιοθετώ, ανατρέφω, τρέφω, καλλιεργώ, νοσοκόμα, μελαγχολώ, θετός, βάγια, τσούρμο, φιλοξενώ, διατηρώ, αγαπάμε, να αγαπάμε, λατρεύουν, αγαπάμε τη