Лесовод στα ελληνικά

Μετάφραση: лесовод, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δασοκομία, δασολογία, δασοφύλακας, δενδροκαλλιεργητής
Лесовод στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • алжирка στα ελληνικά - αλγερινός, Αλγερίας, της Αλγερίας, αλγερινή, αλγερινές
  • волопас στα ελληνικά - Βοώτη
  • глядеть στα ελληνικά - εμφάνιση, ρολόι, βλέμμα, φαίνομαι, φρουρά, παρακολουθώ, κοιτάζω, ...
  • единомыслие στα ελληνικά - ταυτότητα, συμφωνία, συμφωνίας, Συμφωνώ, σύμβαση, συμφωνίας για
Τυχαίες λέξεις
Лесовод στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δασοκομία, δασολογία, δασοφύλακας, δενδροκαλλιεργητής