Лобызаться στα ελληνικά
Μετάφραση: лобызаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φιλώ, φίλημα, φιλί, ασπάζομαι, εφάπτομαι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анод στα ελληνικά - άνοδος, ανόδου, άνοδο, της ανόδου, ανοδικό
- бушмен στα ελληνικά - κάτοικος του δάσους, Μπούσμαν, Bushman, Βουσμάνων
- гардероб στα ελληνικά - ντουλάπα, πιέζω, πρεσάρω, γκαρνταρόμπα, ντουλάπας, την ντουλάπα, την γκαρνταρόμπα
- единомыслие στα ελληνικά - ταυτότητα, συμφωνία, συμφωνίας, Συμφωνώ, σύμβαση, συμφωνίας για
Τυχαίες λέξεις
Лобызаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φιλώ, φίλημα, φιλί, ασπάζομαι, εφάπτομαι
Μεταφράσεις: φιλώ, φίλημα, φιλί, ασπάζομαι, εφάπτομαι