Ловкий στα ελληνικά
Μετάφραση: ловкий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποτελεσματικός, πετυχημένος, λεπτός, εύστροφος, ύπουλος, εκλεπτυσμένος, πρόχειρος, εύχρηστος, πανέτοιμος, επιδέξιος, πανουργία, πανούργος, καπάτσος, επιτήδειος, φίνος, έτοιμος, έξυπνος, έξυπνο, έξυπνη, έξυπνες, έξυπνα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вениамин στα ελληνικά - Βενιαμίν, Benjamin, Μπέντζαμιν, ο μπέντζαμιν, Ο Benjamin
- генерирующий στα ελληνικά - παραγωγής, δημιουργίας, ροών, παράγουν, που παράγουν
- глубь στα ελληνικά - βάθος, βάθους, το βάθος, εμπεριστατωμένη, διεξοδική
- единоличник στα ελληνικά - αγρότης, ατομική αγροτική, η ατομική αγροτική
Τυχαίες λέξεις
Ловкий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποτελεσματικός, πετυχημένος, λεπτός, εύστροφος, ύπουλος, εκλεπτυσμένος, πρόχειρος, εύχρηστος, πανέτοιμος, επιδέξιος, πανουργία, πανούργος, καπάτσος, επιτήδειος, φίνος, έτοιμος, έξυπνος, έξυπνο, έξυπνη, έξυπνες, έξυπνα
Μεταφράσεις: αποτελεσματικός, πετυχημένος, λεπτός, εύστροφος, ύπουλος, εκλεπτυσμένος, πρόχειρος, εύχρηστος, πανέτοιμος, επιδέξιος, πανουργία, πανούργος, καπάτσος, επιτήδειος, φίνος, έτοιμος, έξυπνος, έξυπνο, έξυπνη, έξυπνες, έξυπνα