Локтевой στα ελληνικά

Μετάφραση: локтевой, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κωμικός, αστείος, περίεργος, ωλένης, ωλένιος, ωλένιας, ωλένιο, ωλένια
Локтевой στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • воинский στα ελληνικά - στρατιωτικός, πολεμικός, στρατιωτική, στρατιωτικές, στρατιωτικών, στρατιωτικής
  • грамота στα ελληνικά - δίπλωμα, ναύλωση, καταστατικός χάρτης, Χάρτη, τσάρτερ, charter
  • даль στα ελληνικά - απόσταση, απόσταση για, απόσταση με, απόστασης, εξ αποστάσεως
  • даться στα ελληνικά - αφήνω, επιτρέπω, να δοθεί, πρέπει να δοθεί, που πρέπει να δοθεί, που πρέπει να παρέχονται, πρέπει να παρέχονται
Τυχαίες λέξεις
Локтевой στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κωμικός, αστείος, περίεργος, ωλένης, ωλένιος, ωλένιας, ωλένιο, ωλένια