Лохмотья στα ελληνικά

Μετάφραση: лохмотья, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουρέλι, κουρέλια, κατάρρευση, λιώσουν, κουρελιαστεί, καταρρακωθεί
Лохмотья στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • антидемпинговый στα ελληνικά - αντιντάμπινγκ, αντιντάμπινγκ που, αντιντάμπιγκ
  • вазелин στα ελληνικά - βαζελίνη, βαζελίνης, η βαζελίνη, παραφίνη, petrolatum
  • вешалка στα ελληνικά - ράφι, εξέδρα, μέγγενη, βασανιστήριο, σχάρα, κρεμάστρα, γόμφος, ...
  • вхождение στα ελληνικά - γεγονός, καταχώρηση, συμβάν, λήμμα, περιστατικό, είσοδος, εμφάνιση, ...
Τυχαίες λέξεις
Лохмотья στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουρέλι, κουρέλια, κατάρρευση, λιώσουν, κουρελιαστεί, καταρρακωθεί