Льготный στα ελληνικά
Μετάφραση: льготный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευνοϊκός, ευμενής, προτιμησιακές, προτιμησιακή, προτιμησιακών, προτιμησιακής, προτιμησιακό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бархатистость στα ελληνικά - βελούδινος, βελούδο, βελούδινο, βελούδινη, βελούδινα, βελούδινες
- вздорить στα ελληνικά - καυγάς, φιλονικία, λογομαχία, καβγαδάκι, καβγαδίζουν
- влюбчивый στα ελληνικά - ερωτικός, επιδεικτικός, ευπαθής, εύθικτος, ερωτευμένος, ερωτικές, ερωτική, ...
- досчитать στα ελληνικά - τελειώνω, κόμης, περατώνω, τερματισμός, μετρώ, τέλος, να μετρήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Льготный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευνοϊκός, ευμενής, προτιμησιακές, προτιμησιακή, προτιμησιακών, προτιμησιακής, προτιμησιακό
Μεταφράσεις: ευνοϊκός, ευμενής, προτιμησιακές, προτιμησιακή, προτιμησιακών, προτιμησιακής, προτιμησιακό