Маленький στα ελληνικά

Μετάφραση: маленький, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λίγο, μικρός, σεμνός, ισχνός, στενός, υπεξούσιος, αδύνατος, ελάσσων, ασήμαντος, μετριόφρων, υποκοριστικός, μικρή, μικρό, λίγη, λίγα
Маленький στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • артериальный στα ελληνικά - αρτηριακός, αρτηριακή, αρτηριακού, αρτηριακό, αρτηριακών
  • белолицый στα ελληνικά - χλωμός, ξανθός, λευκό, άσπρο, λευκή, λευκά, λευκού
  • бензин στα ελληνικά - βενζίνη, αέριο, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
  • боеголовка στα ελληνικά - κεφαλή, κεφαλή πυραύλου, κεφαλής, κεφαλών, εκρηκτική κεφαλή
Τυχαίες λέξεις
Маленький στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λίγο, μικρός, σεμνός, ισχνός, στενός, υπεξούσιος, αδύνατος, ελάσσων, ασήμαντος, μετριόφρων, υποκοριστικός, μικρή, μικρό, λίγη, λίγα