Маневрировать στα ελληνικά
Μετάφραση: маневрировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελιγμός, ελιγμών, χειρισμών, ελιγμού, ελιγμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виолончелист στα ελληνικά - τσελίστας, βιολοντσελίστας, τσελίστα, βιολοντσελίστα, ο τσελίστας
- дезинфекция στα ελληνικά - απολύμανση, απολύμανσης, την απολύμανση, η απολύμανση, της απολύμανσης
- дробление στα ελληνικά - συντριπτικός, μοίρα, μοιράζω, διχοτομία, σύνθλιψη, σύνθλιψης, συντριβή, ...
- естественноисторический στα ελληνικά - φυσική ιστορία, Φυσικής Ιστορίας, τη φυσική ιστορία, φυσικό ιστορικό, της φυσικής ιστορίας
Τυχαίες λέξεις
Маневрировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελιγμός, ελιγμών, χειρισμών, ελιγμού, ελιγμό
Μεταφράσεις: ελιγμός, ελιγμών, χειρισμών, ελιγμού, ελιγμό