Маркировщик στα ελληνικά
Μετάφραση: маркировщик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σημάδι, προσωπικό, τον προσωπικό, δείκτη, δείκτης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беспорочный στα ελληνικά - αλάθητος, άμεμπτος, άψογος, άμεμπτη, άμοιρη ευθυνών, άμεμπτοι
- бесстыдница στα ελληνικά - αναίσχυντος, Shameless, ξεδιάντροπη, αναίσχυντη, των Shameless
- впадать στα ελληνικά - διανύω, βρίσκομαι, είμαι, πτώση, εμπίπτουν, εμπίπτει, πέσει, ...
- действенный στα ελληνικά - αναπληρωματικός, αποτελεσματικός, δραστήριος, αποδοτικός, ακμαίος, ενεργός, ισχυρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Маркировщик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σημάδι, προσωπικό, τον προσωπικό, δείκτη, δείκτης
Μεταφράσεις: σημάδι, προσωπικό, τον προσωπικό, δείκτη, δείκτης