Масляный στα ελληνικά

Μετάφραση: масляный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιπαρός, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου
Масляный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ах στα ελληνικά - αχ, ah
  • вор στα ελληνικά - απαγωγέας, εγκληματικός, εγκληματίας, κλέφτης, κλέφτη, ληστής, ληστή, ...
  • выворачивать στα ελληνικά - αποδεικνύονται, αποδειχθεί, αποδειχθούν, να αποδειχθεί, αποδειχθεί ότι
  • горсточка στα ελληνικά - χούφτα, λίγες, ελάχιστες, λίγα, χούφτας
Τυχαίες λέξεις
Масляный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιπαρός, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου