Мастика στα ελληνικά
Μετάφραση: мастика, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στόκος, λούστρο, κόλλα, μαστίχα, λουστράρω, στιλβώνω, βερνίκι, ρετσίνι, γυαλίζω, μαστίχη, μαστίχας, της μαστίχας, η μαστίχα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аденоидный στα ελληνικά - αδενοειδής, αδενοειδές, adenoid, αδενοειδή, αδενοειδών εκβλαστήσεων
- безудержный στα ελληνικά - ακάθεκτος, ορμητικός, απερίσκεπτος, αχαλίνωτος, ανεξέλεγκτη, αχαλίνωτη, μαστίζει, ...
- волосность στα ελληνικά - τριχοειδής, τριχοειδούς φαινομένου, τριχοειδούς ιδιότητας, τριχοειδές φαινόμενο, της τριχοειδούς ιδιότητας
- дезавуировать στα ελληνικά - αποκηρύσσω, αποκηρύττω, αρνούμαι, αποκηρύξει, αποκηρύσσουν, αποκηρύξετε
Τυχαίες λέξεις
Мастика στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στόκος, λούστρο, κόλλα, μαστίχα, λουστράρω, στιλβώνω, βερνίκι, ρετσίνι, γυαλίζω, μαστίχη, μαστίχας, της μαστίχας, η μαστίχα
Μεταφράσεις: στόκος, λούστρο, κόλλα, μαστίχα, λουστράρω, στιλβώνω, βερνίκι, ρετσίνι, γυαλίζω, μαστίχη, μαστίχας, της μαστίχας, η μαστίχα