Мах στα ελληνικά
Μετάφραση: мах, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κούνια, σειρά, κουνώ, εγκεφαλικό, φτεροκοπώ, χτύπημα, χαϊδεύω, στροφή, στρίβω, max, μέγιστο, μέγιστη, μέγ, μεγ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автоматический στα ελληνικά - αυτοματικός, αυτόματο, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματες, αυτόματα
- апертура στα ελληνικά - οπή, άνοιγμα, ανοίγματος, διάφραγμα, διαφράγματος
- вырабатывает στα ελληνικά - παράγει, προκαλεί, δημιουργεί, παράγουν, παραγωγή
- девятка στα ελληνικά - εννέα, εννιά, των εννέα, από εννέα
Τυχαίες λέξεις
Мах στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κούνια, σειρά, κουνώ, εγκεφαλικό, φτεροκοπώ, χτύπημα, χαϊδεύω, στροφή, στρίβω, max, μέγιστο, μέγιστη, μέγ, μεγ
Μεταφράσεις: κούνια, σειρά, κουνώ, εγκεφαλικό, φτεροκοπώ, χτύπημα, χαϊδεύω, στροφή, στρίβω, max, μέγιστο, μέγιστη, μέγ, μεγ