Медлить στα ελληνικά
Μετάφραση: медлить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μένω, βραδυπορώ, διαμένω, σημαίνω, περιδιαβάζω, βαθμός, σταματώ, παύση, αναβάλλω, αμπάρι, διακόπτω, κρατώ, επιμένω, χρονοτριβώ, σημειώνω, διακοπή, καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аллергический στα ελληνικά - αλλεργικός, αλλεργική, αλλεργικές, αλλεργικής, αλλεργικών
- гомеопатический στα ελληνικά - μικροσκοπικός, λεπτομερής, λεπτό, ομοιοπαθητικός, ομοιοπαθητικά, ομοιοπαθητικών, τα ομοιοπαθητικά, ...
- двуокись στα ελληνικά - διοξείδιο, διοξείδιο του, το διοξείδιο του, διοξειδίου του, διοξειδίου
- добивать στα ελληνικά - σκοτώνω, σκοτώσει, σκοτώνουν, σκοτώσουν, να σκοτώσει, θανάτωση
Τυχαίες λέξεις
Медлить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μένω, βραδυπορώ, διαμένω, σημαίνω, περιδιαβάζω, βαθμός, σταματώ, παύση, αναβάλλω, αμπάρι, διακόπτω, κρατώ, επιμένω, χρονοτριβώ, σημειώνω, διακοπή, καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
Μεταφράσεις: μένω, βραδυπορώ, διαμένω, σημαίνω, περιδιαβάζω, βαθμός, σταματώ, παύση, αναβάλλω, αμπάρι, διακόπτω, κρατώ, επιμένω, χρονοτριβώ, σημειώνω, διακοπή, καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως