Мездрить στα ελληνικά
Μετάφραση: мездрить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτυπώ, τρίβω, προσαράσσω, χτενίζω, γη, έδαφος, απεργία, σάρκα, ξέσματα, αποξεσμένα, αποξεσμένα από, αποξεσμένα από τα, ξέσματα του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- биосинтез στα ελληνικά - βιοσύνθεση, βιοσύνθεσης, τη βιοσύνθεση, της βιοσύνθεσης, βιοσύνθεση της
- бюрократ στα ελληνικά - γραφειοκρατία, γραφειοκράτης, γραφειοκράτη, γραφειοκράτες, γραφειοκρατών
- горошек στα ελληνικά - μπιζέλια, αρακάς, τα μπιζέλια, πίσα, αρακά
- европа στα ελληνικά - Ευρώπη, Ευρώπης, την Ευρώπη, της Ευρώπης, η Ευρώπη
Τυχαίες λέξεις
Мездрить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτυπώ, τρίβω, προσαράσσω, χτενίζω, γη, έδαφος, απεργία, σάρκα, ξέσματα, αποξεσμένα, αποξεσμένα από, αποξεσμένα από τα, ξέσματα του
Μεταφράσεις: χτυπώ, τρίβω, προσαράσσω, χτενίζω, γη, έδαφος, απεργία, σάρκα, ξέσματα, αποξεσμένα, αποξεσμένα από, αποξεσμένα από τα, ξέσματα του