Мелькание στα ελληνικά
Μετάφραση: мелькание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπινθηροβόλος, λαμπερός, ριπή οφθαλμού, σπινθηρίζω, βλεφαρίζω, αστράφτετε, λαμπυρίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бурно στα ελληνικά - θυελλώδης, πρόχειρα, πολυτάραχος, περίπου, χονδρικά, προσέγγιση, σχεδόν, ...
- дзот στα ελληνικά - ανθρακαποθήκη, Bunker, αποθηκών, τα καύσιμα, πετρελαϊκής
- догма στα ελληνικά - δόγμα, δόγματος, το δόγμα, δόγματα
- завоевывать στα ελληνικά - κατακτώ, κέρδος, αύξηση, κέρδους, όφελος, αύξηση του
Τυχαίες λέξεις
Мелькание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπινθηροβόλος, λαμπερός, ριπή οφθαλμού, σπινθηρίζω, βλεφαρίζω, αστράφτετε, λαμπυρίζουν
Μεταφράσεις: σπινθηροβόλος, λαμπερός, ριπή οφθαλμού, σπινθηρίζω, βλεφαρίζω, αστράφτετε, λαμπυρίζουν