Мельчить στα ελληνικά

Μετάφραση: мельчить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνωστισμός, συνθλίβω, φίνος, πρόστιμο, ζουλώ, ψιλή, αίθριος, κόκκων, κοκκώδες, κοκκώδες υλικό, κοκκοποίημα, κοκκώδους
Мельчить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ареал στα ελληνικά - φάσμα, διακυμαίνομαι, εμβέλεια, έκταση, περιοχή, περιοχής, χώρο, ...
  • выварить στα ελληνικά - αποσπώ, εκχύλισμα, βράζω, βρασμός, βράσει, βράση, βράζουμε
  • гетерогенный στα ελληνικά - ετερογενής, ετερογενή, ετερογενές, ετερογενείς, ετερογενών
  • женоубийца στα ελληνικά - συζυγοκτόνος, φονέας της σύζηγού του
Τυχαίες λέξεις
Мельчить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνωστισμός, συνθλίβω, φίνος, πρόστιμο, ζουλώ, ψιλή, αίθριος, κόκκων, κοκκώδες, κοκκώδες υλικό, κοκκοποίημα, κοκκώδους