Мерцание στα ελληνικά
Μετάφραση: мерцание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαρμαρυγή, λαμπερός, τρέμω, τρεμοφέγγω, σπινθηροβόλος, λαμπυρίζω, φεγγίζω, τρεμοπαίζω, αναλαμπή, αναβοσβήνω, είδος σκολοπάκος, τρεμόπαιγμα, τρεμοπαίγματος, τρεμούλιασμα, τρεμοπαίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- библиомания στα ελληνικά - βιβλιομανία, πάθος συλλογής βιβλίων
- вероятно στα ελληνικά - αναμφίβολος, πιθανά, φαινομενικά, πιθανόν, μάλλον, πιθανότατα, πιθανότερο, ...
- восторгает στα ελληνικά - απολαύσεις, νοστιμιές, απολαύσεων, ομορφιές, εδέσματα
- живущий στα ελληνικά - ζωντανός, ζωή, διαβίωσης, καθιστικό, ζωής
Τυχαίες λέξεις
Мерцание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαρμαρυγή, λαμπερός, τρέμω, τρεμοφέγγω, σπινθηροβόλος, λαμπυρίζω, φεγγίζω, τρεμοπαίζω, αναλαμπή, αναβοσβήνω, είδος σκολοπάκος, τρεμόπαιγμα, τρεμοπαίγματος, τρεμούλιασμα, τρεμοπαίζουν
Μεταφράσεις: μαρμαρυγή, λαμπερός, τρέμω, τρεμοφέγγω, σπινθηροβόλος, λαμπυρίζω, φεγγίζω, τρεμοπαίζω, αναλαμπή, αναβοσβήνω, είδος σκολοπάκος, τρεμόπαιγμα, τρεμοπαίγματος, τρεμούλιασμα, τρεμοπαίζουν