Τρεμοφέγγω στα ρωσικά

Μετάφραση: τρεμοφέγγω, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мерцание, мерцать, Мерцающие
Τρεμοφέγγω στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρεμοφέγγω

τρεμοφέγγω λεξικό γλώσσας ρωσικά, τρεμοφέγγω στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • τρεμοπαίζω στα ρωσικά - бить, трепетание, огонёк, мерцать, мигать, мельтешить, зарябить, ...
  • τρεμουλιάζω στα ρωσικά - трепыхаться, подрагивать, дрогнуть, дрожать, колчан, трястись, трепет, ...
  • τρεμούλα στα ρωσικά - дрожание, дрожь, тревога, трепет, озноб, смятение, сглаживания, ...
  • τρεμούλιασμα στα ρωσικά - дрожание, сотрясение, страх, трепетание, дрожь, трепет, тремор, ...
Τυχαίες λέξεις
Τρεμοφέγγω στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: мерцание, мерцать, Мерцающие