Мимо στα ελληνικά

Μετάφραση: мимо, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περασμένος, παρελθόν, από, με, κατά, από την, του
Мимо στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бостон στα ελληνικά - Βοστόνη, Βοστώνη, Boston, Βοστώνης, της Βοστώνης
  • вескость στα ελληνικά - ισχύς, κύρος, εγκυρότητα, ισχύος, ισχύ
  • генерация στα ελληνικά - γενιά, γενεά, παραγωγή, γενιάς, παραγωγής
  • густота στα ελληνικά - ουσία, πυκνότητα, βάθος, πυκνότητας, πυκνότητος, την πυκνότητα, η πυκνότητα
Τυχαίες λέξεις
Мимо στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περασμένος, παρελθόν, από, με, κατά, από την, του