Мировой στα ελληνικά
Μετάφραση: мировой, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παγκόσμιος, παγκοσμίως, κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκόσμια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аграрный στα ελληνικά - αγροτικός, αγροτική, αγροτικό, αγροτικής, αγροτικών
- волосатый στα ελληνικά - δασύς, μαλλιαρός, τριχωτός, τριχωτό, τριχωτών, τριχωτά, εκ τριχωτών
- выписка στα ελληνικά - εκχύλισμα, εκχυλίσματος, απόσπασμα, αποσπάσματος, εκχυλίσματα
- завлекательный στα ελληνικά - σαγηνευτικός, δελεαστικός, δελεαστικό, προσελκύοντας, δελεαστικές, δελεαστική
Τυχαίες λέξεις
Мировой στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παγκόσμιος, παγκοσμίως, κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκόσμια
Μεταφράσεις: παγκόσμιος, παγκοσμίως, κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκόσμια