Мнительный στα ελληνικά

Μετάφραση: мнительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καχύποπτος, ύποπτος, spleeny
Мнительный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аллопат στα ελληνικά - αλλοπαθητικός ιατρός
  • вальва στα ελληνικά - βαλβίδα, Valva
  • восторженный στα ελληνικά - μεταρσιωμένος, ενθουσιασμένος, εκστατικός, ενθουσιώδης, ενθουσιώδεις, ενθουσιώδη, ενθουσιασμό, ...
  • гимнастический στα ελληνικά - γυμναστικός, γυμναστικής, γυμναστικές, είδη γυμναστικής, όργανα γυμναστικής
Τυχαίες λέξεις
Мнительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καχύποπτος, ύποπτος, spleeny