Καχύποπτος στα ρωσικά

Μετάφραση: καχύποπτος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мнительный, подозрительный, настороженный, подозрительно, подозрительным, подозрением, подозрительными
Καχύποπτος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καχύποπτος

καχύποπτος συνώνυμα, καχύποπτος ετυμολογία, καχύποπτος αγγλικά, καχύποπτος λεξικό γλώσσας ρωσικά, καχύποπτος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • καφεΐνη στα ρωσικά - кофеин
  • καφετί στα ρωσικά - выдубить, дубить, кора, танин, загар, коричневый, коричневого, ...
  • καψαλίζω στα ρωσικά - опаляться, опалить, спалить, обжигать, выгорать, обгорать, подпаливаться, ...
  • καύκαλο στα ρωσικά - наглость, горбушка, корочка, кора, осадок, корка, панцирь, ...
Τυχαίες λέξεις
Καχύποπτος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: мнительный, подозрительный, настороженный, подозрительно, подозрительным, подозрением, подозрительными