Многократный στα ελληνικά
Μετάφραση: многократный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολλαπλός, συχνάζω, συχνός, πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесшабашный στα ελληνικά - απεγνωσμένος, ατάσθαλος, παράτολμος, απρόσεκτος, απερίσκεπτος, απελπισμένος, ριψοκίνδυνος, ...
- бижутерия στα ελληνικά - ενδυμασία, χρυσοχοεία, πολύτιμων αντικειμένων, μόδας, πολύτιμων, κοσμήματα μόδας
- бубны στα ελληνικά - διαμάντια, διαμαντιών, τα διαμάντια, διαμαντιών που, διαμάντια που
- дуреть στα ελληνικά - αρμόζω, αυξάνομαι, μεγαλώνω, γίνομαι, μεγαλώνουν, αυξάνεται, αυξάνονται, ...
Τυχαίες λέξεις
Многократный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολλαπλός, συχνάζω, συχνός, πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά
Μεταφράσεις: πολλαπλός, συχνάζω, συχνός, πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά