Моргать στα ελληνικά
Μετάφραση: моргать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νυχτερίδα, αναβοσβήνω, ρόπαλο, αναβοσβήνει, αναβοσβήνουν, αναβοσβήσει, να αναβοσβήνει, αρχίσει να αναβοσβήνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- водомер στα ελληνικά - υδρόμετρο, αραιόμετρο, υδρομέτρου, υδρόμετρου, του υδρόμετρου
- вступление στα ελληνικά - εισαγωγή, προσχώρηση, μύηση, απόκτημα, λήμμα, πρόλογος, υπόθεση, ...
- грузный στα ελληνικά - παχύσαρκος, τεράστιος, τροφαντός, δύσκολος, επίπονος, εύσαρκος, ογκώδης, ...
- дебошир στα ελληνικά - ταραχώδης, εριστικός, νταής, θορυβώδες, και θορυβώδες, θωρυβώδες
Τυχαίες λέξεις
Моргать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νυχτερίδα, αναβοσβήνω, ρόπαλο, αναβοσβήνει, αναβοσβήνουν, αναβοσβήσει, να αναβοσβήνει, αρχίσει να αναβοσβήνει
Μεταφράσεις: νυχτερίδα, αναβοσβήνω, ρόπαλο, αναβοσβήνει, αναβοσβήνουν, αναβοσβήσει, να αναβοσβήνει, αρχίσει να αναβοσβήνει